- ἀνθοπλίτης
- ἀνθοπλί̱της , ἀνθοπλίτηςone armed in like mannermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθοπλίτης — ἀνθοπλίτης, ο (AM) αντίπαλος εξίσου καλά οπλισμένος … Dictionary of Greek
ἀνθοπλιτῶν — ἀνθοπλῑτῶν , ἀνθοπλίτης one armed in like manner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοπλίτου — ἀνθοπλί̱του , ἀνθοπλίτης one armed in like manner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)